Ἄραξε

Ἄραξε
Ἄραξος
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἄραξε — ἄ̱ραξε , ἀράσσω smite aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀράσσω smite aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἄ̱ραξε , ἀράζω snarl aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀράζω snarl aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄραξ' — Ἄραξε , Ἄραξος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄραξ' — ἄραξι , ἄραξ masc dat pl (epic) ἄραξι , ἄραξις dashing fem voc sg ἄραξαι , ἀράξα fem nom/voc pl ἄ̱ραξα , ἀράσσω smite aor ind act 1st sg (doric aeolic) ἄ̱ραξο , ἀράσσω smite plup ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἄ̱ραξο , ἀράσσω smite perf imperat mp… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανόρμιστος — η, ο (για πλοία) αυτός που δεν αγκυροβόλησε, που δεν άραξε σε λιμάνι …   Dictionary of Greek

  • εξαράσσω — ἐξαράσσω και αττ. τ. έξαράττω (Α) 1. συντρίβω, σπάζω («ἐκ δὲ οἱ ἱστὸν ἄραξε ποτί τρόπιν») 2. διαρρηγνύω, σχίζω βίαια 3. βρίζω κάποιον («εὐθὺς ἐξαράττω πολλοῑς κακοῑς καἰσχροῖσι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αράσσω «συντρίβω»] …   Dictionary of Greek

  • Κασόνα, Αλεχάντρο — (Alejandro Casona, Μπεσούλιο 1903 – Αστούριας 1965). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ισπανού θεατρικού συγγραφέα Ροντρίγκεθ Αλβάρεθ. Από το 1939 έως το 1963 έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας στην Αργεντινή. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους Ισπανούς… …   Dictionary of Greek

  • βραχίονας — ο 1. το μπράτσο και έπειτα όλο το χέρι: Στο δυστύχημα έχασε το δεξιό του βραχίονα. 2. ό,τι μοιάζει με βραχίονα: Το πλοίο άραξε στο βραχίονα του λιμανιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”